- ανταίνω
- 1. συναντώ2. μπλέκομαι, συναντώ εμπόδιο, κακό συναπάντημα3. κατορθώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντάω «συναντώ», αναλογικά προς άλλα ρ. σε -αίνω (πρβλ. απαντώ -απανταίνω, καταντώ -κατανταίνω), των οποίων ο ενεστ. μεταπλάστηκε σε -αίνω υποχωρητικά από τον αόριστο, κατά το σχήμα πρόφτασα-προφταίνω].
Dictionary of Greek. 2013.